- βασσαρικός
- βασσαρικός, -ή, -όν (Α) [βασσάρα]ο βακχικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασσαρικά — βασσαρικός neut nom/voc/acc pl βασσαρικά̱ , βασσαρικός fem nom/voc/acc dual βασσαρικά̱ , βασσαρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρικῶν — βασσαρικός fem gen pl βασσαρικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρικοῖς — βασσαρικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρικοῦ — βασσαρικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)